Παράγεται στην πόλη από το 1886
Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, ειδικά όταν μιλάμε για γαστρονομία. Όμως είναι λίγοι οι νομοί της χώρας που στηρίζουν ένα σημαντικό μέρος της επιχειρηματικότητας της περιοχής στη γαστρονομία και μάλιστα στη ζαχαροπλαστική.
Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της Ημαθίας, μια περιοχή, η οικονομία της οποίας βασίζεται τόσο στα παραγόμενα προϊόντα της όπως μοσχάρι- στην περιοχή υπάρχουν πάνω από 40 φάρμες- καρύδια και ροδάκινα, αλλά και γλύκα, τρόφιμα δηλαδή με βάση τη ζάχαρη και τα τοπικά γαλακτοκομικά, όπως το ραβανί Βέροιας.
Μάλιστα μέχρι το τέλος του 2024 αναμένεται το Ραβανί της Βέροιας να αναδειχθεί στο δεύτερο ελληνικό γλυκό, μετά το παραδοσιακό μελεκούνι Ρόδου, ως προϊόν ΠΓΕ (προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης), καθώς ο φάκελος βρίσκεται στην τελική φάση έγκρισης στα γραφεία της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Κατά όσα αναφέρει στο Financial Report o αντιδήμαρχος Τουρισμού του Δήμου Βέροιας, Λάζαρος Ασλανίδης «στη Βέροια υπάρχουν πάνω από 40 ζαχαροπλάστες, οι περισσότεροι από τους οποίους πηγαίνουν δύο και τρεις γενιές πίσω, φτιάχνοντας και διαθέτοντας στο κοινό, τόσο από την Ελλάδα, όσο και από το εξωτερικό, κυρίως από τα Βαλκάνια το παραδοσιακό ραβανί της πόλης. Ο παλαιότερος από αυτούς, μάλιστα, το φτιάχνει από το 1886! Είμαστε από τους λίγους νόμους στην Ελλάδα που συνδέουμε τόσο τη γαστρονομία με τον τουρισμό, καθώς σε εμάς δεν υπάρχουν παραλίες, αλλά βουνά και εξαιρετική γαστρονομία. Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα αναμένουμε και την ανάδειξη του παραδοσιακού γλυκού ως ΠΓΕ, προκειμένου να ξεκινήσουμε και σημαντική επικοινωνιακή καμπάνια για την προώθηση του ως βασικού προϊόντος της γαστροδιπλωματίας της περιοχής».
Σύμφωνα με τον κ. Ασλανίδη, στόχος είναι όλα τα καταστήματα εστίασης το επόμενο διάστημα να σερβίρουν καταρχήν και ανάμεσα σε άλλα γλυκά, το παραδοσιακό ραβανί Βέροιας, ως γαστρονομικό «σήμα κατατεθέν» της περιοχής.
Τρεις νέες ξενοδοχειακές επενδύσεις
Στο νόμο Ημαθίας υπάρχουν στην παρούσα φάση 1300 κλίνες, αριθμός που μεταφράζεται σε 30 ξενοδοχεία, κυρίως μικρά boutique καταλύματα. Αυτός ο αριθµός θεωρείται μικρός για την περιοχή και αποδίδεται στο γεγονός της εγγύτητα του νόμου σε πιο “τουριστικά” λόγω θάλασσας, σημεία όπως η Χαλκιδική, η Πιερία και η Θεσσαλονίκη, τα οποία διαθέτουν μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα.
Αυτό σημαίνει ότι πολλοί επισκέπτες προτιμούν την διαμονή σε αυτά τα σημεία και επιλέγουν την Ημαθία ως προορισμό για κοντινή, μονοήμερη εκδρομή. Σταδιακά, όμως, μέσα στην επόμενη πενταετία αυτό εκτιμάται ότι θα αλλάξει σε ένα βαθμό, καθώς κατά όσα τονίζονται στο Financial Report από την Μαρία Ανδρεάδου, εκπρόσωπο του Γραφείου Τουρισμού της Περιφερειακή Ενότητας Ημαθίας, προγραμματίζονται στην περιοχή τρεις ξενοδοχειακές επενδύσεις που συνδέονται κυρίως με την ευεξία σε περιοχές όπως το Σέλι και ο Άγιος Νικόλαος. Πρόκειται για μια τυπολογία φιλοξενίας που είναι σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και λόγω της κλιματικής αλλαγής που συχνά κάνει τα βουνά να έχουν ελάχιστο χιόνι κατά τους χειμερινούς μήνες.
“Το 2019 υπολογίσαμε ότι δεχθήκαμε 225.000 επισκέπτες. Μετά τον Covid αυτός ο αριθµός βαίνει αυξανόμενος τόσο μέσω ημερήσιων εκδρομών, όσο και από τους μαθητές και είναι και αυτό ένα είδος τουρισμού που το ενθαρρύνουμε, μέχρι να αποκτήσουμε περισσότερες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις για πιο πολυήμερες παραμονές”, τονίζει η κ. Ανδρεάδου.