Στις αρχές του Μάρτη του 2021, ο ελληνικός ποδοσφαιρικός χώρος χαιρέτισε έναν ξεχωριστό και πρωτοπόρο άνθρωπο, που δεν άνοιξε, αλλά έδειξε τον κατάλληλο τρόπο, τη σωστή σκέψη και την ιδανική οργάνωση αρχικά για να δημιουργήσεις μια φοβερή ομάδα και, τα επόμενα χρόνια της ζωής του, για να οδηγήσεις ποδοσφαιριστές σε μια επιτυχημένη καριέρα. Ο Σπύρος Σιούγγαρης έγινε ανάμνηση και οδηγός για όσους ακολουθούν το παράδειγμα του ως φωτεινό αστέρι.
Ο Σπύρος Σιούγγαρης ήταν – για όσους τον γνώριζαν – ένας κύριος που τιμούσε αυτήν τη λέξη. Κεφαλαίο το “Κ”. Ευγενικός, ιδιοφυής, οξυδερκής, με σπουδαία σκέψη και ορθό λόγο, τόσο στοχευμένο που τον άκουγες και καταλάβαινες ότι δεν άφηνε περιθώριο για ερωτήσεις και αμφιβολίες. Κάθε επαφή μαζί του ήταν εμπειρία και μάθημα. Είχε το χάρισμα.
Από το χάρισμα του Σιούγγαρη επωφελήθηκαν σύλλογοι, ποδοσφαιριστές και τελικά όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο, και αυτό δεν αποτελεί υπερβολή. Ο ίδιος ήταν ποδοσφαιριστής στη Β’ Εθνική, αλλά όταν τελείωσε την καριέρα του εντός του αγωνιστικού χώρου, όλοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν για… πολλά περισσότερα. Ο πρώτος οργανισμός που βίωσε δίπλα – και εξαιτίας – του την επιτυχία δεν ήταν άλλος από τον σύλλογο της Νάουσας. Μετά από μια δεκαετία κατά την οποία η ομάδα ανεβοκατέβαινε μεταξύ Γ και Β Εθνικής, η Νάουσα βρέθηκε τιμωρημένη από τον αθλητικό δικαστή το 1990 και αγωνίστηκε στην τρίτη κατηγορία.
Τότε ξεκίνησε μια προσπάθεια… παιδομαζώματος από την ευρύτερη περιοχή της κεντροδυτικής Μακεδονίας. Η ομάδα του Αλέκου Παπαδόπουλου κέρδισε την άνοδο άμεσα, επέστρεψε στη Β’ και στόχευσε δυναμικά στο μεγάλο βήμα, τον προβιβασμό στην Α’ Εθνική. Αυτό το πέτυχε η ομάδα του 1992, η ομάδα των Τσιάρτα, Λάκη, Μάρκου, Κυζερίδη, Σαπάνη και των αδερφών Τρούπκου, η ομάδα πίσω από τη δημιουργία της οποίας βρισκόταν ο Σπύρος Σιούγγαρης, παρότι σε κάθε του δήλωση ανέφερε ότι δεν κατάφερε τίποτα μόνος.
Το θαύμα της ανόδου, τη σεζόν 1992/93, δεν ήταν καθόλου τυχαίο για τον σύλλογο της Ημαθίας. Τα «μωρά» ηλικίας 16-19, τα σπουδαία ταλέντα που είχε πάρει στη Νάουσα ο Σπύρος Σιούγγαρης, ως παράγοντας και γενικός αρχικός της ομάδας, μετέτρεψαν τη Νάουσα σε ομάδα φόβητρο και την έστειλαν… γραμμή στην Α’ Εθνική.
Η Νάουσα δε σταμάτησε ούτε κόντρα στο μεγάλο ανταγωνιστή, τον Απόλλωνα Καλαμαριάς. Πριν το παιχνίδι με τους Καλαμαριώτες, ο Βασίλης Τσιάρτας είχε ρωτήσει τον Σιούγγαρη: “κύριε Σπύρο, αν πετύχω τρία γκολ με την Καλαμαριά, θα μου πάρεις ένα χαλί που βρήκα για το δωμάτιο;”. Οι αμοιβές τότε δεν ήταν υψηλές και ο Τσιάρτας ήθελε να οπωσδήποτε να ζεστάνει τον χώρο στο δωμάτιο του. Ο Σιούγγαρης απάντησε γελώντας: “Αν βάλεις τρία γκολ στην Καλαμαριά, Βασίλη, θα σου πάρω ό,τι θες”. Τελικό 4-0 με χατ-τρικ Βασίλη Τσιάρτα, που… έκανε νόημα στην κερκίδα.
Η Νάουσα δεν κατάφερε να παραμείνει για περισσότερο από ένα χρόνο στην Α’ Εθνική, όμως το χάρισμα του Σπύρου Σιούγγαρη ξεπέρασε τα όρια της Ημαθίας. Ο σπουδαίος ποδοσφαιράνθρωπος όταν παραιτήθηκε από τον σύλλογο, εξελίχθηκε σε μάνατζερ ποδοσφαιριστών και από εκπρόσωπος παικτών, εκτελούσε αργότερα και χρέη εκπροσώπου συλλόγων, όπως ο Πανηλειακός και η Καλαμάτα, οι οποίοι εμπιστεύτηκαν στον Σιούγγαρη όλες τις υποθέσεις διαπραγματεύσεων ποδοσφαιριστών που τους ανήκαν. Ο πρωτοπόρος και ιδιαίτερα ικανός μάνατζερ γνώρισε τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου και κέρδισε τον σεβασμό προέδρων και όχι μόνο. Κατέληξε να έχει γραφεία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μόναχο και Βελιγράδι, ήταν πολύ απαιτητικός επαγγελματικά, αυστηρός με τον εαυτό και τους συνεργάτες του, αλλά πάντοτε κύριος, ευφυής, αποτελεσματικός και εμπνευστής επιτυχιών.
Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο Σπύρος Σιούγγαρης συνδύαζε τα τρία σημαντικά χαρακτηριστικά για να γίνεις μάνατζερ: βαθιά γνώση του ποδοσφαίρου, ικανότητα στις συναλλαγές και αγάπη για τη δουλειά του και τον χώρο.
Σε ηλικία 70 ετών, και αφού ταλαιπωρήθηκε για αρκετό χρόνο με καρδιολογικά προβλήματα, ο Σπύρος Σιούγγαρης άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Μαρτίου του 2021.
Στις προπαρασκευαστικές διαδικασίες του παρόντος αφιερώματος στον σπουδαίο κ. Σιούγγαρη, το SDNA επικοινώνησε και με τον Κωνσταντίνο Διαμαντόπουλο, μάνατζερ ποδοσφαιριστών που αποτέλεσε φίλο και συνεργάτη – μαθητή ακριβέστερα – του Σπύρου Σιούγγαρη.
Το παρακάτω είναι το κείμενο του, εν είδει αποχαιρετιστήριας επιστολής, προς τον δάσκαλο που του έμαθε τη δουλειά καλύτερα από τον καθένα:
“Καλό ταξίδι κύριε Σπύρο,
Πληροφορήθηκα τον θάνατο ενός σπουδαίου ανθρώπου και ζήτησα από τον Νίκο να συνοδέψει το κείμενο του με αυτήν την επιστολή. Ενός άνθρωπου που πολύ νεότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη του, καθώς προβλήματα υγείας τα τελευταία χρόνια τον είχαν τραβήξει από το πραγματικό του σπίτι που δεν ήταν άλλο από το γήπεδα της Ελλάδος.
Ο κύριος Σπύρος Σιουγγαρης ήταν ο δάσκαλος μου, ο μέντορας μου, ήταν πολλά πράγματα για εμένα προσωπικά αλλά και για το ίδιο το ποδόσφαιρο της χώρας μας καθώς παίχτες που ανακάλυψε και μια ομάδα που δημιούργησε, η Νάουσα, μαζί με τους συνεργάτες του, άφησαν την δίκη τους σφραγίδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Από αυτόν τον παρασιτικό χώρο που όλοι έχουν έναν κακό λόγο να πουν, βγήκε αυτός ο σπουδαίος δάσκαλος γιατί απλά λάτρευε τις στιγμές που κόβουν την ανάσα και λάτρευε να βλέπει νέους Έλληνες ποδοσφαιριστές να προοδεύουν. Έβλεπε κάθε νεαρό ποδοσφαιριστή σαν έναν πίνακα που δεν είχε τελειώσει και μέσα από τις επιλογές του και τις συμβουλές του αυτός ο πίνακας έπαιρνε την τελική του μορφή και πραγματικά αυτό το έκανε παρά πολύ καλά.
Ένας τεράστιος αθλητικός διευθυντής που επειδή τότε στην Ελλάδα – και πόσο μάλλον στην Νάουσα – δεν υπήρχε ο τίτλος, δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Ένας σπουδαίος εκπρόσωπος ποδοσφαιριστών, που οι κινήσεις που έκανε εκείνη την εποχή και τα τραπέζια που κάθισε ως ίσος συνομιλητής για τα ελληνικά δεδομένα, όλοι όσοι αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε αυτό το επάγγελμα τα ονειρευόμαστε ή απλά επιλέγουμε να μην τα πιστεύουμε για να μην αισθανόμαστε μικροί.
Δάσκαλος και για εμένα προσωπικά, που τα πρώτα μου βήματα τα έκανα κοντά του.
Πολλά θυμάμαι, άπειρα μαθήματα, ατέλειωτες ώρες δωρεάν εκμάθησης μέσα από ερωτήσεις και συζητήσεις που πάντα λάτρευε να κάνει για το ποδόσφαιρο είτε στο σπίτι του στην Καλαμάρια είτε στο γραφείο του στην Αθήνα. Με ποια κριτήρια να επιλέγω ποδοσφαιριστές, όλες αυτές τις άπειρες παραμέτρους που σήμερα θέλουν 10 φύλλα excel για να τις θυμάσαι αυτός τις είχε μέσα στο μυαλό του και τα θυμόταν όλα σαν νερό. Θυμάμαι ότι μια μέρα μου επέβαλε να μάθω όλο τον κανονισμό μεταγραφών της FIFA από έξω και ανακατωτά και όταν τον ρώτησα «γιατί κύριε Σπύρο, αφού μπορούμε να έχουμε δικηγόρο», μου είπε «σε κανέναν δεν θα επιτρέψεις ποτέ να ξέρει την δουλειά σου καλύτερα από εσένα νεαρέ». Νεαρέ, έτσι με έλεγε. Μόνο μια φορά δεν με αποκάλεσε έτσι, την Παρασκευή που μας πέρασε, μια μέρα πριν φύγει. Πήρε να μου πει ότι όταν διαβάζει για εμένα είναι περήφανος και εγώ του είπα ότι είμαι απλά ένα τυχερό παιδί γιατί έτυχε να μάθω από τον καλύτερο.
Σε ευχαριστώ για όλα, σε ευχαριστώ για όσα μου έμαθες, σε ευχαριστώ για ό,τι άφησες πίσω σου σε όποιον είχε ανοιχτά τα αυτια του να σε ακούσει. Σε ευχαριστώ που μου έμαθες να αγαπάω το ποδόσφαιρο και που πάντα με πίεζες να γίνομαι καλύτερος.
Τέρμα τα νοσοκομεία και τέρμα τα φάρμακα πια για εσένα. Πάρε το ραδιοφωνάκι σου και πήγαινε πάνω από την Τούμπα να βλέπεις τον αγαπημένο σου ΠΑΟΚ από εκεί ψηλά.
Με αυτό το κείμενο κύριε Σπύρο δεν σε τιμώ. Δεν υπάρχουν λόγια που μπορούν να το κάνουν αυτό. Θα σε τιμήσω μόνο όταν θα καταφέρω να φτιάξω την πιο όμορφη ομάδα στην Ελλάδα και μόνο τότε θα σε τιμήσω όπως σου αρμόζει πάντα με τις αρχές σου και με όσα μου δίδαξες.
Καλό ταξίδι κύριε Σπύρο”.