Το 1956, η αγγλική αποικιακή κυβέρνηση στην Ουγκάντα ολοκλήρωσε την κατασκευή του οικισμού Γουαλούκουμπα στην πόλη της Τζίντζα, που εκείνη την εποχή έγινε ο μεγαλύτερος οικισμός της ανατολικής Αφρικής που στέγαζε Αφρικανούς εργάτες.
47 χρόνια μετά, ο οικισμός υποδέχτηκε ένα νεογέννητο αγόρι που έμελλε να αποκτήσει μια σχέση σπουδαίας αγάπης με το ποδόσφαιρο: τον Ίσμα Μουγκουλούσι.
Το μικρό αγόρι έγινε χρόνια αργότερα μέλος της Μπουζόγκα Γιουνάιτεντ και της Βίλα, καθώς και αρχηγός της Εθνικής Ουγκάντα Κ20, οδηγώντας την ως τον τελικό του Κυπέλλου Αφρικανικών Εθνών Κ20 το 2021. Το βήμα στην Ευρώπη έγινε φέτος, με τη φανέλα του Μακεδονικού: μετά από μια χρονοβόρα διαδικασία ώστε να «ντυθεί» στα πράσινα, και αφού ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις του στο τουρνουά προκριματικών για το Κύπελλο Αφρικανικών Εθνών Κ20 του 2023, ο 19χρονος μεσοεπιθετικός ανακοινώθηκε από τον Μακεδονικό στα μέσα Νοεμβρίου.
Το ταπεινό και συνεσταλμένο «διαμάντι» της Ουγκάντα έπαιξε για πρώτη φορά με την Κ19 του Μακεδονικού, ενώ η πρώτη επίσημη συμμετοχή του με την ομάδα ανδρών, όταν πια ήταν έτοιμος από κάθε άποψη, ήρθε με την είσοδο του στον αγώνα κόντρα στον Παναθηναϊκό Β (1-1) στο 87ο λεπτό. Ακολούθησαν 15 λεπτά χρόνου απέναντι στην ΑΕΛ, με τον Μουγκουλούσι να προσαρμόζεται όλο και περισσότερο καθώς ο χρόνος περνά.
Πώς ξεκίνησαν όλα όμως; Ο Ίσμα κάθισε στο ίδιο τραπέζι με το makedonikos.gr και άνοιξε το βιβλίο της ιστορίας του…
«Είναι δύσκολα… Είναι δύσκολο να επιβιώσεις στην Ουγκάντα», είναι οι πρώτες του κουβέντες σχετικά με την παιδική ηλικία του ίδιου και συνομηλίκων του. «Εξαρτάται από την οικογένεια, το πού μένεις… Κάποιοι έχουν οικονομική σταθερότητα, κάποιοι όχι. Εγώ, ωστόσο, ήμουν ευλογημένος. Γιατί και οι δύο γονείς μου μπορούσαν να μου παράσχουν όσα χρειαζόμουν, μου παρείχαν εκπαίδευση…»
Στην πενταμελή οικογένεια του, παραδέχεται πως οι σχέσεις είναι στενές και χαρακτηρίζονται από αγάπη. Δηλώνει «φίλος» με την μικρή του αδερφή και τον μεγαλύτερο αδερφό του, ο οποίος παίζει ποδόσφαιρο στην Μπουλ FC, ενώ και οι δυο γονείς του εργάζονται. Ο πατέρας του είναι επαγγελματίας οδηγός σε μια εταιρία αναψυκτικών που δραστηριοποιείται στην Ουγκάντα, ενώ η μητέρα του έχει ένα εστιατόριο στο χωρίο που μένουν, στο οποίο, μεταξύ άλλων, μαγειρεύουν και… ματόκε, το πιο χαρακτηριστικό παραδοσιακό φαγητό της Ουγκάντα με βάση την ποικιλία μπανάνας ματόκε.
Τα πράγματα στην Ουγκάντα υπήρξαν, ωστόσο, πολύ πιο δυσμενή στο παρελθόν. Από την δεκαετία του ’70 μέχρι το ’90, εμφύλιοι πόλεμοι μάστιζαν τη χώρα, δημιουργώντας πολύ ρευστές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Ρωτήσαμε τον Ίσμα για την κατάσταση…
«Σίγουρα δεν μπορώ να σου απαντήσω εγώ. Από όταν γεννήθηκα, δεν έχω δει τίποτα. Αλλά πριν τη γέννηση μου, ναι, υπήρχε μεγάλος πόλεμος για την κατάληψη της προεδρίας της χώρας».
– Οι γονείς σου, δηλαδή, θα τα έχουν ζήσει αυτά.
«Ίσως, ναι. Δεν μου έχουν περιγράψει καταστάσεις».
– Άρα εσύ προσωπικά δεν έχεις επηρεαστεί από τα γεγονότα.
«Όχι, καθόλου».
– Πότε ξεκινησες να παίζεις ποδόσφαιρο και πότε αποφάσισες ότι θέλεις να γίνεις επαγγελματίας;
«Στην Αφρική, το ποδόσφαιρο είναι παντού. Όποτε κι αν βρούμε έναν μικρό χώρο, θα παίξουμε ποδόσφαιρο. Έπαιζα, λοιπόν, και ήρθε φυσικά. Είχα αγάπη για το άθλημα. Ο μεγαλύτερος μου αδερφός παίζει, επίσης, ποδόσφαιρο, οπότε μερικές φορές πήγαινα να τον δω και το απολάμβανα. Ο πατέρας μου αγαπά κι αυτός το ποδόσφαιρο και μας πήγαινε να δούμε παιχνίδια. Είχα μεγάλη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Όπου κι αν πήγαινα, έβρισκα παιδιά να παίζουν και απλά έμπαινα κι εγώ στο παιχνίδι. Το αγαπούσα πολύ…»
– Πότε συνειδητοποίησες ότι έχει δυνατότητες να ξεπεράσεις τον μέσο όρο και να γίνεις επαγγελματίας;
«Όσο ζω. Από την παιδική μου ηλικία. Στο χωριό που μεγάλωσα, τέσσερις παίκτες έκαναν καριέρα και έγιναν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Για παράδειγμα ο Γιόφρεϊ Μάσα (σ.σ. με καριέρα κυρίως σε Νότια Αφρική και Αίγυπτο, 64 συμμετοχές με την Εθνική Ουγκάντας), ο Μόζες Ολόγια (σ.σ. με καριέρα ως επί το πλείστον στο Βιετνάμ, 50 συμμετοχές με την Εθνική), Άμπελ Ντάιρα (σ.σ. καριέρα σε Ουγκάντα και Ισλανδία, 12 συμμετοχές με την Εθνική, έφυγε από την ζωή το 2016 σε ηλικία 28 ετών) και ο Άιζακ Ισίντε (σ.σ. καριέρα σε Αιθιοπία, Ινδία, Γκάμπια και Ουγκάντα, 57 συμμετοχές με την Εθνική).
Ζούσαμε στο ίδιο χωριό. Κάθε φορά που είχαν διακοπή στα πρωταθλήματα που έπαιζαν, συνήθιζαν να έρχονται στην πατρίδα. Τους θαύμαζα. Έβλεπες ότι ο τρόπος που λειτουργούσαν ήταν διαφορετικός. Είχαν χρήματα, βοηθούσαν τους γονείς τους. Μου άρεζε αυτό. Και πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα έχω κι εγώ χρήματα για να βοηθήσω τους γονείς και το χωριό μου».
Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του Ίσμα καθώς προφέρει το όνομα «Κέβιν ντε Μπρόινε» ως απάντηση στην ερώτηση για το δικό του ποδοσφαιρικό είδωλο. Στην συζήτηση φέρνουμε το όνομα του Σαντιό Μανέ, ως το πιο πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα δημοφιλούς Αφρικανού ποδοσφαιριστή που διακρίνεται για το έργο του στην πατρίδα του, Σενεγάλη, την βοήθεια που προσφέρει σε παιδιά και όχι μόνο, με κατασκευή σχολείων και νοσοκομείων. Ο Μουγκουλούσι εξηγεί, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τον κανόνα, αλλά κυρίως «εξαρτάται από την καρδιά του καθενός».
Κεφάλαιο Εθνική Ομάδα. Δεν είναι δεδομένο ότι ένα παιδί θα φτάσει σε αυτό το επίπεδο και, στην δική του περίπτωση, ο Ίσμα όχι μόνον έφτασε εκεί, αλλά φορά και το περιβραχιόνιο της ομάδας Κ20. Μάλιστα, είναι σε θέση να διακρίνει τα οφέλη διατηρώντας την ταπεινοφροσύνη του.
«Είναι μεγάλη μου τιμή και όνειρο να εκπροσωπώ την χώρα μου», παραδέχεται. «Για να είμαι ειλικρινής, στην Ουγκάντα υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά ταλέντα. Δεν θα πω ότι είμαι ο καλύτερος. Υπάρχουν πολλοί άλλοι που είναι καλύτεροι από μένα. Αλλά εγώ ήμουν τυχερός, νιώθω όμορφα που εκπροσωπώ την πατρίδα μου, γιατί μέσα από αυτήν ακριβώς την εκπροσώπηση έχω τώρα κάποιες ευκαιρίες στο ποδόσφαιρο, σεβασμό, κατάλαβες… Όταν εκπροσωπείς την χώρα σου, δεν είναι το ίδιο σε σχέση με κάποιον που δεν είχε ποτέ την τύχη να το κάνει».
– Υπάρχουν παιδιά, πιστεύεις, που έχουν εσένα ως πρότυπο; Όπως κοιτάζεις κι εσύ στους ποδοσφαιριστές που προανέφερες;
«Ναι, ναι υπάρχουν και μάλιστα πολλά. Στο χωριό μου με συμπαθούν και μου αρέσει πολύ να παίζω μαζί με αυτά τα παιδιά».
– Καλά, η αλήθεια είναι ότι, όταν ανακοινώθηκε η μεταγραφή σου αλλά και σε ό,τι ακολούθησε, έγινε ένας… χαμός στα social media του Μακεδονικού. Υπάρχει πολύς κόσμος στο background. Είναι φοβερό!
«Οι άνθρωποι στην Ουγκάντα είναι περήφανοι για μένα και πολύ υποστηρικτικοί, ναι».
– Ποιο είναι το επίπεδο ποδοσφαίρου στην Ουγκάντα; Από άποψη οργάνωσης αλλά και ταλέντου, που όπως ήδη είπες υπάρχει άφθονο…
«Κατά τη γνώμη μου… Δεν θα πω ότι είναι όπως εδώ. Είναι διαφορετικά. Γιατί εκεί στερούμαστε κάποια πράγματα, όπως καλά γήπεδα, καταλαβαίνεις. Δεν είναι, επίσης, τόσο ανταγωνιστικό όσο εδώ. Ακόμα, τα χρήματα που επενδύονται στο ποδόσφαιρο δεν είναι αρκετά».
– Έχουν και δεν επενδύουν ή δεν υπάρχουν χρήματα να επενδυθούν;
«Δεν υπάρχουν χρήματα να επενδυθούν. Αλλά ξαναγυρίζω στα στάδια. Δεν έχουμε στάδια, δεν έχουμε καλά στάδια, καλών προϋποθέσεων. Οι ομάδες δεν είναι όπως εδώ. Εδώ βρίσκεις μια ομάδα με ένα στάδιο σαν αυτό (σ.σ. δείχνει με το χέρι του το στάδιο του Μακεδονικού), όμως στην Ουγκάντα θα δεις τρεις και τέσσερις ομάδες να μοιράζονται ένα στάδιο…»
– Οργανωτικά πώς είναι τα πράγματα; Σε επίπεδο ομοσπονδίας;
«Η Ομοσπονδία, ως τώρα, κατά τη γνώμη μου, έχει βελτιώσει τα πράγματα. Γιατί παλιά δεν λαμβάναμε καν μέρος σε διοργανώσεις όπως τα προκριματικά και η τελική φάση του Κυπέλλου Αφρικανικών Εθνών. Ενώ τώρα, έχουμε μέχρι και την δική μας Youth League στην Ουγκάντα. Αυτό επιτρέπει στη νεότερη γενιά, στους νεαρούς αθλητές, να δείξουν και να εκφράσουν το ταλέντο τους. Βέβαια, δεν υπάρχει πάντοτε τηλεοπτική μετάδοση. Έχουμε τηλεοπτική κάλυψη αλλά δεν είναι δεδομένο ότι θα δείξουν κάθε παιχνίδι. Και έτσι, αν κάποιοι παίκτες είναι καλοί, μπορεί κάποιος να ζητήσει να δει πλάνα από το παιχνίδι τους και να μην υπάρχουν».
Φτάνει, λοιπόν, η δεύτερη φορά που ταξιδεύει στην Ελλάδα και την Θεσσαλονίκη, αλλά η πρώτη με σκοπό μια μονιμότερη παραμονή. Η προηγούμενη περίσταση αφορούσε την χειρουργική επέμβαση στο γόνατο του, πριν δύο χρόνια, ενώ τώρα, μέσω του Μακεδονικού, το βήμα στην Ευρώπη μοιάζει πιο ρεαλιστικό από ποτέ. Και το περιβάλλον μοιάζει ιδανικό για τον Ίσμα…
«Σίγουρα δεν είναι εύκολο να φεύγεις από την πατρίδα σου και να ταξιδεύεις. Έχω ξαναταξιδέψει στην Ελλάδα και έμεινα εδώ για τέσσερις με πέντε μήνες, είχα έρθει για την επέμβαση στο γόνατο. Δεν είναι εύκολο, λοιπόν. Αλλά όταν ήρθα εδώ, συνάντησα ανθρώπους που με καλωσόρισαν ζεστά και με έκαναν οικογένεια τους. Ένιωσα σαν να είμαι στο σπίτι μου. Δεν είναι εύκολο, γιατί άλλα παιδιά σαν κι εμένα, με το χρώμα μου δηλαδή, όταν αφηγούνται τις ιστορίες τους, πολύ συχνά ακούς ότι συναντούν άλλες συνθήκες και – ας το πούμε έτσι – δεν γίνονται καλοδεχούμενοι».
Υποδεικνύει ως κοντινότερους φίλους του τον Φεϊζή Χασάνογλου, τον Κώστα Παναγιωτούδη, τον Γιώργο Τσιλιγγίρη και τον Αλμπέρτο Σιμόνι. Συνδέοντας τις δύο κουβέντες, συζητάμε για την ελληνική κοινωνία που παρόλα αυτά δεν συνηθίζει να κρύβει το ρατσιστικό της πρόσωπο, προς ανθρώπους «με το χρώμα του» αλλά και προς ανθρώπους δεύτερης και τρίτης γενιάς Αλβανών μεταναστών, όπως ο φίλος του ο Σιμόνι, μια συμπεριφορά που χρόνια μετά μοιάζει ακατανόητη…
– Πόσο συχνά και πώς ακριβώς επικοινωνείς με την οικογένεια και τους φίλους σου;
«Μιλάμε συνέχεια. Εντάξει, είναι στην Ουγκάντα και, ας πούμε, για την μητέρα μου δεν είναι εύκολο να έχει ίντερνετ και ίσως περάσουν 3-4 μέρες για να μιλήσουμε. Ο πατέρας μου έχει πάντοτε πολλή δουλειά, όμως βολεύουμε τις ώρες και επικοινωνούμε».
Κλείνουμε την συζήτηση μας με τις φιλοδοξίες του Ίσμα Μουγκουλούσι. Αρχικά ως αθλητής και, έπειτα, γενικότερα, ως άνθρωπος. Ποιοι είναι οι στόχοι του στην ζωή που απλώνεται μπροστά του;
«Θέλω να παίξω στα τοπ πρωταθλήματα».
– Είναι η Super League 2 τοπ για σένα;
«(σ.σ. γέλια). Θέλω ψηλότερα. Στα κορυφαία 5. Αγγλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία ή Ιταλία».
– Ως άνθρωπος;
«Η μητέρα μου θέλει να έχει ένα αυτοκίνητο ξέρεις… Θέλει να πάει οδηγώντας στο χωριό της μητέρας της, της γιαγιάς μου, για να την δει».