Μια ημέρα σαν την σημερινή, στις 22 Νοεμβρίου 1975, ο Βασίλης Χατζηπαναγής φτάνει στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ηρακλή.
Ο Βάσια γεννήθηκε στην Τασκένδη της τότε Σοβιετικής Ένωσης (στο σημερινό Ουζμπεκιστάν), στις 26 Οκτωβρίου του 1954. Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες με καταγωγή από την Άχνα της Αμμοχώστου, στην Κύπρο.
Ο Βάσια ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στη Δυναμό Τασκένδης αλλά το 1972 πήγε στην Παχτακόρ όπου έμεινε μέχρι και το 1975 οπότε και ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή του στην Ελλάδα. Στην τριετία, πάντως, που έπαιξε με τη φανέλα των βαμβακοκαλλιεργητών ο Χατζηπαναγής έκανε… “πράματα και θάματα” με ματς σταθμό το 5-0 επί της πανίσχυρης Ντιναμό Κιέβου όπου ο Βάσια έκανε σμπαράλια την άμυνα των Ουκρανών, αφού έβαλε ένα γκολ και έδωσε… τέσσερις ασίστ!
Έφτασε στην Ελλάδα με το τρένο. Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στους ανθρώπους που τον περίμεναν ήταν και η γιαγιά του. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε από κοντά. Ήταν εκείνη που υπέγραψε το χαρτί του επαναπατρισμού του, προκειμένου να “ξεκλειδώσει” η μεταγραφή από την Παχτακόρ. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως η πρώτη ελληνική ομάδα που εντόπισε τον Χατζηπαναγή ήταν ο Ολυμπιακός αλλά η Παχτακόρ δεν επέτρεψε να γίνει η συγκεκριμένη μεταγραφή.
Για την καριέρα του στην Ελλάδα ότι και να πει κανείς είναι λίγο. Ο “Νουρέγιεφ των γηπέδων”, ο “Μαραντόνα των Βαλκανίων”, ο “άνθρωπος που ντριμπλάρει μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο” και πολλά άλλα παρόμοια δείχνουν ακριβώς το τι ήταν ο Χατζηπαναγής. Το μαγικό αριστερό του πόδι, η αστείρευτη φαντασία, τα σλάλομ ανάμεσα στους αμυντικούς, τα απευθείας κόρνερ και οι ηγετικές του ικανότητες είναι κάποια από τα στοιχεία που τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Στους κυανόλευκους αγωνίσθηκε για 16 χρόνια. Την τελευταία του επίσημη εμφάνιση πραγματοποίησε στις 26 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα των 36ων γενεθλίων του, στον αγώνα για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τη Βαλένθια. Το 2003, με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση της UEFA, ανακηρύχθηκε κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Το 1984 κλήθηκε και αγωνίστηκε στη Μικτή Κόσμου εναντίον της αμερικανικής ομάδας “Κόσμος Ν. Υόρκης”, σε φιλανθρωπικό αγώνα που έγινε στις 22 Ιουλίου 1984 στο Στάδιο “Τζάιαντς”, μπροστά σε 40.000 θεατές.
Μοναδική του πικρία το ότι φόρεσε μόλις δυο φορές τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας, (η μία σε φιλικό και η άλλη σε αγώνα προς τιμήν του) επειδή είχε αγωνιστεί με την αντίστοιχη της Σοβιετικής Ένωσης. “Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά τζίφος” είχε πει ο ίδιος, σε παλαιότερη συνέντευξή του.