Όταν η κρατική παρέμβαση λειτουργεί περισσότερο με βάση τον αυθορμητισμό και την ανάγκη για εντυπώσεις, παρά στηριγμένη σε στρατηγική, θεσμικά όρια και ψυχραιμία, το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο, σύγχυση, εκθέσεις και τελικά, υποχωρήσεις. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα οι τελικοί του ελληνικού πρωταθλήματος μπάσκετ.
Ο αναπληρωτής υπουργός αθλητισμού, Γιάννης Βρούτσης, ανέλαβε να παρέμβει δυναμικά, προσπαθώντας να επιβάλει λύσεις εκεί που απαιτείται συνεννόηση. Δήλωσε με στόμφο ότι ο τελικός δεν πρόκειται να διεξαχθεί, αν δεν υπάρξει κοινή συνάντηση των δύο “αιωνίων”. Όμως, η πραγματικότητα δεν υπακούει πάντα στις τηλεοπτικές δηλώσεις και σίγουρα όχι στις επικοινωνιακές προσδοκίες.
Παρά τις μεγαλοστομίες, τίποτα από όσα διακηρύχθηκαν δεν συνέβη. Ούτε κοινό τραπέζι, ούτε συμφωνία. Μόνο μια κυβερνητική αναδίπλωση, που μετέτρεψε την αρχική αποφασιστικότητα σε έναν θολό συμβιβασμό “η φυσική παρουσία δεν είναι πλέον απαραίτητη, αρκεί μια ξεχωριστή δήλωση καλής θέλησης”. Από την επιβολή, περάσαμε στο “ό,τι προκύψει ή στο ότι κάτσει”.
Η ουσία, ωστόσο, παραμένει. Η πολιτεία παρενέβη σε μια διαδικασία που ανήκει θεσμικά στον ΕΣΑΚΕ και τη Διοργανώτρια Αρχή, χωρίς εργαλεία, χωρίς πλάνο και χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό στη διαδικασία.
Κίνητρο; Η δημιουργία εικόνας “αποφασιστικής διαχείρισης” και το κυνήγι εντυπώσεων.
Το πρόβλημα με τέτοιες παρεμβάσεις δεν είναι μόνο η αναποτελεσματικότητά τους. Είναι ότι καταλήγουν να εκθέτουν το κράτος ως αναξιόπιστο και απροετοίμαστο. Αντί να λειτουργεί ως θεσμικός εγγυητής, η κυβέρνηση λειτούργησε σαν ένας άτσαλος μεσολαβητής, που τελικά χρειάστηκε να κάνει πίσω, και να το “σερβίρει” ως ευελιξία.
Ο χώρος του αθλητισμού, και ειδικά το φορτισμένο πεδίο των αναμετρήσεων Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού, δεν προσφέρεται για επικοινωνιακά show. Θέλει θεσμική σοβαρότητα, συνεννόηση και σαφείς ρόλους. Όταν το κράτος προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του διαιτητή χωρίς να έχει ετοιμαστεί, το μόνο που καταφέρνει είναι να μετατραπεί σε μέρος της κρίσης.
Για να το πούμε απλά! Χωρίς σχέδιο, χωρίς συνεννόηση και χωρίς θεσμική σοβαρότητα, η κρατική παρέμβαση δεν επιλύει συγκρούσεις, τις τροφοδοτεί. Και τελικά, από το “θα επιβάλουμε λύση”, καταλήγουμε στο γνώριμο μονοπάτι της πολιτικής κωλοτούμπας.