Μία ανεξιχνίαστη δολοφονία πριν από 35 χρόνια.
Το ημερολόγιο έγραφε 27 Αυγούστου του 1988. Κανονικά, θα ήταν το τελευταίο καλοκαιρινό Σάββατο, με τη σχετική μελαγχολία του φθινοπώρου που ερχόταν. Όμως, η είδηση πως το απόγευμα της ημέρας εκείνης βρέθηκε νεκρός ο Κώστας Ταχτσής συντάραξε τη γειτονιά του Κολωνού και κατόπιν το Πανελλήνιο με τις συγκλονιστικές λεπτομέρειες που θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας τις επόμενες ώρες και ημέρες…
Ο γνωστός συγγραφέας βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό. Ήταν στραγγαλισμένος, με τη δολοφονία του να τοποθετείται δύο ημέρες πριν και συγκεκριμένα, σαν σήμερα στις 25 Αυγούστου.
Η είδηση πως ο Κώστας Ταχτσής, ο συγγραφέας του εμβληματικού έργου “Τρίτο Στεφάνι” δολοφονήθηκε, “πάγωσε” το Πανελλήνιο, ενώ κανείς τότε δεν μπορούσε να προβλέψει πως θα περνούσαν 35 χρόνια και ο δολοφόνος του παραμένει άγνωστος! Η υπόθεση Ταχτσή παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστη, με τις εικασίες να δίνουν και να παίρνουν.
Παρά τη δημοσιότητα που πήρε το θέμα και παρά τις έρευνες της Αστυνομίας, τόσο στον κύκλο των γνωστών του όσο και στο περιβάλλον των εκδιδόμενων στο οποίο ανήκε, δεν έγινε δυνατόν να βρεθεί ο δράστης και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Η ζωή του Κώστα Ταχτσή
Γεννήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1927 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην πόλη της Βέροιας. Ο πατέρας του Ταχτσή, Γρηγόριος, και η μητέρα του, Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Οι πρόγονοι του πατέρα του ήταν Έλληνες που ήλθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες γύρω στα 1860, όταν στη Βουλγαρία μεσουρανούσε το κίνημα της εθνικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας. Το πρώτο παιδί του ζεύγους που ήταν αγόρι είχε πεθάνει λίγες ημέρες μετά τη γέννα. Αυτός ο αδελφός που έχασε πριν να γεννηθεί ο ίδιος, ήταν και μια από τις έμμονες ιδέες του συγγραφέα.
Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα για να ζήσει με τη γιαγιά του. Εκεί, τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο, εκτός από μία τάξη του δημοτικού (τη δευτέρα, στην οποία γράφτηκε απευθείας ως κατ’ οίκον διδαχθείς) που την τελείωσε στη Βέροια.
Το 1945 υπέβαλε τα χαρτιά του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, αλλά τις ημέρες των εξετάσεων αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό. Εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, αφού φοίτησε μόνο για δύο χρόνια. Στρατεύτηκε και ενώ αρχικά υπηρέτησε απλός φαντάρος, αργότερα του απονεμήθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού.
Το 1951 προσελήφθη ως βοηθός του Αμερικανού διευθυντή στα έργα για το φράγμα του Λούρου. Το φθινόπωρο του 1954 έφυγε για τη Βρετανία μέχρι το καλοκαίρι του 1955, οπότε επέστρεψε στην Αθήνα όπου ζούσε από τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας. Τον Μάρτιο του 1956 πήγε στη Γερμανία και στο Αμβούργο μπάρκαρε με δανέζικο πλοίο ως καμαρότος. Ξεμπάρκαρε στο Λιβόρνο και επέστρεψε στην Αθήνα.
Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία Το παιδί και το δελφίνι. Το φθινόπωρο ξεκίνησε για τη Βιέννη για να συνεχίσει το γράψιμο ενός μυθιστορήματος. Το 1957 ακολούθησε ως μάνατζερ τον πιανίστα Τώνη Παπαγεωργίου στην περιοδεία του στην ανατολική Αφρική.
Από το Ναϊρόμπι έφυγε για την Αυστραλία όπου εργάστηκε σε πολυκατάστημα και στη συνέχεια ως σιδηροδρομικός υπάλληλος επί διετία. Στη συνέχεια προσελήφθη στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Κρατικής Τράπεζας της Αυστραλίας.
Την άνοιξη του 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα και επιχείρησε να κάνει τον γύρο της Ευρώπης με μια βέσπα, με την οποία έφθασε ως το Εδιμβούργο. Στη διάρκεια αυτής της περιοδείας έγραψε μερικά κεφάλαια από Το τρίτο στεφάνι. Ξαναβρέθηκε για λίγο χρονικό διάστημα στην Αυστραλία από όπου έστειλε στην Ελλάδα για τύπωμα τα χειρόγραφα του Τρίτου Στεφανιού που απορρίφθηκε ως ακατάλληλο.
Τελικά το εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1962 με δικά του έξοδα. Δύο μήνες μετά πήγε στις ΗΠΑ και έμεινε εκεί ως τον Δεκέμβριο του 1964. Επέστρεψε και συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι το διάστημα 1963-1965 και εργάστηκε για δύο καλοκαίρια ως ξεναγός και μεταφραστής.
Στη δικτατορία πρωτοστάτησε στη δήλωση των 18, μια κίνηση συγγραφέων ενάντια στη λογοκρισία και το αυταρχικό καθεστώς. Έλαβε μέρος στην έκδοση 18 κειμένων (1970). Επανειλημμένα τον καλούσαν στην Ασφάλεια. Στη Μεταπολίτευση αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, όντας ομοφυλόφιλος και ο ίδιος, ενώ την ίδια περίοδο εκδιδόταν και ο ίδιος. Τη δραστηριότητά του υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων διηγείται σε επιστολή του στο βιβλίο «Από τη χαμηλή σκοπιά».
Η δολοφονία του Ταχτσή
Το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, η αδερφή του Ελπίδα Ταχτσή – Αρτέμη, επειδή δεν απαντούσε τις επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές κλήσεις, πήγε από το σπίτι του να δει αν είναι καλά. Χρησιμοποιώντας το κλειδί που είχε μπ0ήκε στη μονοκατοικία του αδελφού της.
Εκεί, σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, βρήκε τον χώρο ακατάστατο, με τα φώτα και τον κλιματισμό σε λειτουργία, τα συρτάρια και τις ντουλάπες ανοιγμένα και αναποδογυρισμένα και το ίδιο τον συγγραφέα να κείτεται νεκρός στο κρεβάτι του, γυμνός, φορώντας γυναικεία περούκα και με αίματα στο κεφάλι.
Σύμφωνα με το αστυνομικό ρεπορτάζ των επόμενων ημερών ο Κώστας Ταχτσής βρέθηκε στο κρεβάτι του σε πλάγια θέση, γυμνός, φορώντας μια ξανθιά γυναικεία περούκα, και με τα νύχια του βαμμένα κόκκινα, ενώ δίπλα του βρέθηκαν πεταμένα γυναικεία ρούχα (που προφανώς φορούσε πριν γδυθεί).
Μετά το τηλεφώνημα στην Αστυνομία κατέφτασαν αξιωματικοί της Ασφάλειας Αθηνών, της Σήμανσης και ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης. Μετά την ιατροδικαστική εξέταση στο νεκροτομείο ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε ότι ο Ταχτσής είχε στραγγαλιστεί με τα χέρια, χωρίς να προβάλλει αντίσταση. Η τοξικολογική εξέταση έδειξε ότι είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ – έτσι εξηγήθηκε η απουσία αντίδρασης του θύματος.
Η πρωτοφανής ακαταστασία του χώρου, η Αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ληστεία μετά φόνου αφού από το διαμέρισμα έλειπαν ένα βίντεο, ένας αυτόματος τηλεφωνητής και μια φωτογραφική μηχανή, αλλά όχι οι 5.500 δραχμές που είχε στο πορτοφόλι του. Επίσης, δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα άλλα εκτός από των οικείων στον Ταχτσή προσώπων του στενού περιβάλλοντός του.
Από τις ερωτήσεις που έγιναν στους γείτονες από τους δημοσιογράφους, προέκυψε ότι το βράδυ της Πέμπτης 25 Αυγούστου προς Παρασκευή 26 Αυγούστου (ώρες κατά τις οποίες τοποθετήθηκε από τον ιατροδικαστή ο θάνατός του) ο Ταχτσής εθεάθη κατά το σούρουπο να επιστρέφει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του ντυμένος γυναίκα παρέα με έναν νεαρό. Όταν ο νεαρός έφυγε από το σπίτι, ο Ταχτσής ξαναβγήκε επιστρέφοντας και πάλι με έναν νεαρό. Το ίδιο συνέβη για τελευταία φορά γύρω στις 3 τα ξημερώματα όταν επέστρεψε και πάλι με τον δράστη του εγκλήματος, όπως αποφάνθηκε η Αστυνομία, ένα τριαντάχρονο καλοντυμένο άντρα με μουστάκι.
Οι εικασίες για τα κίνητρα της δολοφονίας
Εκτός από τον δράστη, δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ ούτε τα κίνητρα της δολοφονίας. Τα αντικείμενα που φάνηκαν να λείπουν από το σπίτι δεν θεωρήθηκαν αξιόλογο κίνητρο για ληστεία με φόνο, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που τα χρήματά του έμειναν άθικτα, όπως και οι μεγάλης αξίας ζωγραφικοί πίνακες του Φασιανού και του Ακριθάκη, που κατείχε.
Η αδελφή του υποστήριξε ότι επειδή ο Ταχτσής ετοίμαζε εκείνον τον καιρό την αυτοβιογραφία του, και είχε κοινοποιήσει στο περιβάλλον του ότι θα εξέθετε πρόσωπα και πράγματα από τους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, τον δολοφόνησαν προκειμένου να του κλείσουν μια για πάντα το στόμα. Όπως είπε η Ελπίδα Αρτέμη στους αστυνομικούς της Ασφάλειας, «ίσως κάποιος θιγόταν από το βιβλίο και ήθελε να τον βγάλει απ’ τη μέση, σκηνοθετώντας ληστεία».
Ωστόσο, τα χειρόγραφα του επίμαχου βιβλίου βρέθηκαν άθικτα στο σπίτι του, και όταν μετά θάνατον δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το φοβερό βήμα», δεν διαπιστώθηκε -τουλάχιστον από το υλικό που ο Ταχτσής είχε γράψει μέχρι τότε καμία αποκάλυψη.
Ο δημοσιογράφος και φίλος του Ταχτσή, Κώστας Τσαρούχας αφού ερεύνησε ενδελεχώς το υλικό και το περιβάλλον του συγγραφέα κυκλοφόρησε την έρευνά του στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα: ποιος, πως και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τον Ταχτσή τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα.
Η εκτίμηση του δημοσιογράφου για το τί συνέβη εκείνη τη νύχτα, μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε, είναι ότι εκείνο το βράδυ ο συγγραφέας πήρε τρεις πελάτες, τους οποίους δεν πήγε στο ξενοδοχείο «Εστία», αλλά στο σπίτι του στον Κολωνό. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν μεθυσμένος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβάλει αντίσταση στις διαθέσεις του πελάτη του. Κάποια στιγμή, που ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι έχει μπροστά του έναν άντρα, τον έπνιξε.