Γράφει ο Νικόλαος Τσιαμούρας
Το βουνό έχει τη δική του κουλτούρα, δύσκολα να το αγαπήσεις. Όμως η μεγαλοπρέπεια του και το δέος που σε προκαλεί δεν συγκρίνεται με τίποτα. Το βουνό το προσεγγίζεις ταπεινά, το θαυμάζεις, το σέβεσαι, το αγαπάς. Αν φανείς αλαζόνας μαζί του, θα διαπιστώσεις πόσο μικρός είσαι…!
Φύγαμε από την Βέροια κάτω από ένα πρωινό ουρανό, ανεβαίνουμε τις στροφές του δρόμου με κατεύθυνση το χωριό Καστανιά και την Παναγία Σουμελά. Μετά από εικοσιπέντε λεπτά διαδρομής μέσα από αλλεπάλληλες στροφές και ανηφορικά περάσματα ξεπροβάλλει μπροστά μας το χωριό Καστανιά
Το χωριό χαμένο στην κυριολεξία σε δάσος από καστανιές μας υποδέχεται με συννεφιά και μια ξεχωριστή ηρεμία.
H Kαστανιά, χτισμένη σε υψόμετρο 1080 μ. που πήρε το όνομα της από τις πανύψηλες καστανιές ,κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου κατασκήνωσαν εδώ γαλλικά στρατεύματα, όπου λειτουργούσε αναρρωτήριο των στρατευμάτων.
Οι σημερινοί κάτοικοι κατάγονται από τη Σάντα του Πόντου όπου εγκαταστάθηκαν εδώ το 1924. Η μονή Παναγία Σουμελά ή μονή Σουμελά. ήταν ένα πασίγνωστο χριστιανικό μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο για 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού. Μέχρι το 1922 υπήρξε ο οδηγός, ο παρηγορητής, ο συμπαραστάτης των Ποντίων στην Τουρκία των Οθωμανών. Το 1951 ο Κρωμναίος οραματιστής Φίλων Κτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της νέας Παναγίας Σουμελά εδώ στις πλαγιές του Βερμίου.
Να΄μαστε τώρα με τον σάκο στον ώμο και τα απαραίτητα έτοιμοι για αναχώρηση. Μπήκαμε στη σιωπηλή γοητεία του δάσους. To βουνό μας υποδέχθηκε με εικόνες καλοκαιρινές παρ ’ότι Σεπτέμβρης μήνας. Το μονοπάτι μας καλωσορίζει άγριο και ατίθασο με υγρασία και δεκάδες εκατοντάδες φύλλα πεσμένα στη γη και ένα παγωμένο αέρα.
Ένα ταξίδι, μια διαδρομή, μια ορειβασία, μια απόδραση τόσο κοντά από την πόλη της Βέροιας και τόσο μακριά! Το βουνό ασκεί πάνω μας μια μυστική έλξη, ψιθυριστά μας γνέφει να διαβούμε τη ράχη του και να ανεβούμε στην κορφή του.
Μπήκαμε στο δάσος.
Μια ησυχία πλανιέται τριγύρω και σκεπάζει ανθρώπους και δένδρα σαν άχρωμη παραμυθένια ομίχλη. Τα δένδρα αέρινα, καταπράσινα, παραδίδονται στο απλό αεράκι του πρωινού. Αγριολούλουδα μας περιτριγυρίζουν, λογής – λογής λουλούδια του βουνού μας καλωσορίζουν. Η ομίχλη και η βροχή κάνουν το τοπίο ειδυλλιακό για εμάς, στις γύρω κοιλάδες όμως η ζωή για τα ζώα του δάσους είναι πολύ σκληρή. Όλα τα δένδρα και τα κλαδιά φορτωμένα με υπέροχα χρώματα. Το βαθύ πράσινο της οξιάς και το δροσερό πράσινο των θάμνων.
Μοιραζόμαστε την ξεχωριστή μυρωδιά της φύσης και γύρω μας να πλημμυρίζουν δεκάδες χρώματα.
Συνεχίζουμε μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος οξιάς με οργιώδη βλάστηση. Το ξεχασμένο τοπίο είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό καθώς μικτά δάση βελανιδιάς καστανιάς και οξιάς είναι βυθισμένα στη σιωπή τους. Ο παγωμένος αέρας μας κρατά για αρκετά λεπτά της ώρας συντροφιά.
Ανηφορίζουμε σε πετρώδες μονοπάτι, μια παράξενη γοητεία γεμάτη μυστήριο μας τυλίγει, τώρα το τοπίο αγριεύει. Η άγρια ομορφιά του τοπίου μας ταξιδεύει. Βαδίζουμε σε δασικό δρόμο, δίπλα σε τεράστιες ανεμογεννήτριες. Ο παγωμένος αέρας καλά κρατεί. Πλησιάζουμε προς τον οικισμό της Αγίας Παρασκευής. Μας συντροφεύει ο ήλιος καθώς ανηφορίζουμε προς τον οικισμό.
Τελευταία ανάβαση και ο οικισμός μας καλωσορίζει γαλήνια.
Ορεινός βουνίσιος Σαρακατσάνικος οικισμός, η στάνη των Σκοτιδαίων, των Αλεξαίων και του Γ. Καπετάνου.
Στο λιβάδι «Σακλάρ», έχει έκταση 10 χιλ. στρέμματα, έβοσκαν τα κοπάδια τους, από το 1930 ξεκαλοκαίριαζαν στα γύρω λιβάδια και οι καλύβες τους δίπλα στο ρέμα και λίγο ψηλότερα φτιαγμένες από καλαμιές και κλαριά δένδρων σε υψόμετρο 1400μέτρων.
Βρισκόμαστε στην πλατεία δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, άκρως βουκολικό σκηνικό. Θαυμάζουμε την ομορφιά τριγύρω.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής από την ίδια διαδρομή, μόνοι εμείς και η απεραντοσύνη του βουνού. Τώρα τοπίο ολότελα γυμνό, άγονο, σκληρό πετρώδες. Λίγο πριν ξαναμπούμε στο δάσος με τις οξιές μια υποψία βροχής μας κρατά συντροφιά για κάποια λεπτά της ώρας.
Επιστροφή…..
Ο ήλιος ξεπροβάλλει ολόκληρος και τυλιγμένος σε αραιά σύννεφα πάνω σε αυτή τη «μαγική φύση». Τα σπουργίτια και οι σπίνοι και τόσα άλλα πουλιά μας συντροφεύουν με το γλυκό τραγούδι τους.
Αφήνουμε πίσω μας το θρόισμα των δένδρων, το σφύριγμα του ανέμου και κατηφορίζουμε τον δασικό δρόμο που μας οδηγεί στα αυτοκίνητα. Με το πέταγμα των ξαφνιασμένων πουλιών φθάσαμε στα αυτοκίνητα. Άλλη μια μέρα γεμάτη ορειβασία πήρε τέλος με επιτυχία.
Μετά από κάθε ορειβασία μετά από κάθε εξόρμηση, πάντα έχεις να μάθεις κάτι καινούριο, να ανακαλύψεις κάτι ιδιαίτερο και να συνειδητοποιήσεις πόσο μεγάλη ανάγκη και υποχρέωση έχουμε όλοι μας να διατηρήσουμε αυτή την ομορφιά.
Αφήνουμε πίσω μας το βουνό που και σήμερα μας χάρισε απλόχερα συγκινήσεις.
Συγχαρητήρια σε όλους εμάς.
Για τους Ορειβάτες Βέροιας
Τσιαμούρας Νικόλαος