Ένας από τους θρυλικότερους ποδοσφαιριστές που έχει αναδείξει η Ημαθία, είναι αδιαμφισβήτητα ο Δημήτρης Γκέσιος.
Αν ο Βασίλης Χατζηπαναγής ήταν ο μεγαλύτερος αρτίστας που φόρεσε τη φανέλα του Ηρακλή, ο Δημήτρης Γκέσιος ήταν ο επιθετικός σύμβολο του. Δυναμικός και κυρίως τεράστιος. Η ιστορία της ζωής του είναι γεμάτη ποδόσφαιρο, σε χρόνια που η ενασχόληση μ’ αυτό είχε να κάνει με την αγάπη για τη φανέλα και όχι με τα εκατομμύρια.
Γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1948 στα Μονόσπιτα Νάουσας και ουσιαστικά άρχισε την καριέρα του όταν αγωνίστηκε με την Κοζάνη στη Β’΄Εθνική. Εκει τρέλανε κόσμο μια τριετία πετυχαίνοντας 10 γκολ το 1970, 8 το 1971 και 13 το 1972.
Ο Ηρακλής εντυπωσιάστηκε με τις επιδόσεις του, κινήθηκε γρήγορα και τον απέκτησε αφήνοντας άναυδους τους αντιπάλους του. Με τους “κυανόλευκους” έκανε πράγματα και θαύματα με το κοντέρ να σταματά στις 211 συμμετοχές και τα 74 γκολ που τον καθιστούν κορυφαίο σκόρερ της ιστορίας του “Γηραιού”.
Πανηγύρισε, μάλιστα και την κατάκτηση του κυπέλλλου το 1976 στο συγλονιστικό τελικό με τον Ολυμπιακό. Τότε που έγινε αλλαγή αφού πρώτα σκόραρε στο 111’ κάνοντας το 4-2 και λίγο έλειψε αυτή η επιλογή του προπονητή του να καταστρέψει τον Ηρακλή που δέχτηκε δύο γκολ σε ελάχιστα λεπτά και χρειάστηκε τη διαδικασία των πέναλτις για να πάρει το τρόπαιο.
Ο Γκέσιος τίμησε και τις φανέλες της ΑΕΚ αγωνιζόμενος σε 22 αγώνες, στους οποίους κατάφερε να σημειώσει 7 γκολ, ενώ έκλεισε την λαμπρή του καριέρα με τα χρώματα του ιστορικού ΓΑΣ Βέροια. Στα 14 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας κατάφερε να αγωνιστεί και 5 φορές με το εθνόσημο στο στήθος.
Για το ποδοσφαιρικό κοινό, θα είναι, όμως, πάντα ο μεγάλος Δημήτρης Γκέσιος του Ηρακλή. Ένας παίκτης πραγματικός θρύλος.