Σύντομη εκδρομή στον κάμπο της Ημαθίας και στην πόλη της Βέροιας, όπου εφηβικές πρακτικές ερωτευμένων νέων, παραγγελίες και ευχάριστες συναντήσεις συνυπάρχουν με διηγήσεις στην ποντιακή γλώσσα.
Ας το πάρουμε ανάποδα, την ώρα που οι προβολείς των οχημάτων θα τυφλώνουν τους οδηγούς στις δύο κατευθύνσεις της παλιάς εθνικής οδού.
Η μαρκίζα του “Γάλακτος Βλάχας” που παρασκευάζεται στο Πλατύ Ημαθίας λειτουργεί σαν φάρος στη σκοτεινή οδό και το λεωφορείο φρενάρει απότομα στη στενή γέφυρα του ποταμού Λουδία, καθώς κάποιο αγροτικό που αντικρίζει το μεγάλο όχημα από την όχθη του ομώνυμου χωριού θα γκαζώσει επίτηδες, για να περάσει πρώτο.
Οι επιβάτες αφήνουν για λίγο τις οθόνες των κινητών τους, ακούνε τα βρισίδια του οδηγού και υπολογίζουν την ώρα που θα φτάσουν στη Θεσσαλονίκη. Μακροχώρι, τέως Μικρογούζι. Όνομα και πράγμα. Μια κεντρική οδός σαν φίδι διχοτομεί το χωριό/προάστιο έξω από τη Βέροια. Καβάσιλα. Όνομα παρμένο από γαιοκτήμονα με μεγάλο αγρόκτημα.
Εκεί, μπροστά στο καφενείο, όπου οι παππούδες κόβουν κίνηση τα αμάξια και τα τρακτέρια (sic) της Π.Ε.Ο., είχα τσακίσει τα γόνατα με το ποδήλατο και περπατούσα κλαίγοντας στη μάνα μου με μια πληγή τόσο επιπόλαιη, όσο τα κανονίσματα σε dating apps. Αλεξάνδρεια ή Γιδάς.
Ταμπέλες που δείχνουν προς Γιαννιτσά και Κατερίνη, ένα σάντουιτς με γεμιστό μπιφτέκι σε μια στοά που γίνεται γνωστή κατόπιν εορτής και τρία “Χρυσά Κορίτσια” που γελούν δυνατά στα μπροστινά καθίσματα του λεωφορείου. Μία εκ των τριών, εκεί που μάζευε ραδίκια στα χωράφια, κόβοντας τους βλαστούς με το μαχαιράκι της, ένιωσε κάτι να τυλίγει το χέρι της.
Το σηκώνει, και “τερώ ατό σασιρεμέντσα. Αγγόνα έτον!” λέει στα ποντιακά. Είχε πιάσει φίδι αντί για βλαστό και ύστερα, “χάσον χάσον”. Όπου φίδι, φύγει. “Το δώρο μου μην ξεχάσεις”, υπενθυμίζει η πατρική φωνή που ανυπομονεί για ένα ταψάκι ρεβανί. Απέναντι από το ζαχαροπλαστείο με τα σιροπιαστά, υποψήφιοι δήμαρχοι απαριθμούν τους δημοτικούς συμβούλους των συνδυασμών τους πάνω στο βήμα.
Οι περαστικοί αδιαφορούν, οι υποψήφιοι σύμβουλοι χειροκροτούν τους εαυτούς τους, ενώ έχουν αφήσει και τις κάρτες τους στα καταστήματα των εμπορικών οδών Μητροπόλεως, Ελιάς και Βενιζέλου. Άρχισαν τα όργανα… “Decpoina c’ agapaw” είναι γραμμένο σε ένα τοιχάκι, απέναντι από το σπίτι μιας πρώην έφηβης που τη λένε Δέσποινα, στα στενά πίσω από την πλατεία Ρακτιβάν.
Πώς είμαι σίγουρος ότι τη λένε Δέσποινα; Τα ίδια έκαναν και τα ποζέρια στο Γυμνάσιό μας, έξω από τα σπίτια των κοριτσιών, προκειμένου να κερδίσουν την προσοχή τους και να εντυπωσιάσουν όλους τους υπόλοιπους συμμαθητές τους για το πόσο εκκωφαντικά εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους. Ο –προ δέκα χρόνων– καθηγητής των ισπανικών μου, όμως, προτιμάει τις απόλυτες κουβέντες.
“Σαν μαθητής δεν ήσουν και τόσο καλός”, λέει ιδιωτικώς, αλλά δημοσίως μοιράζεται μερικές λέξεις που ωθούν τον γράφοντα να πιστέψει πως μάλλον έχει κάνει κάτι καλό στη ζωή του, για το οποίο αξίζει ένα πατ-πατ στην πλάτη. Μεσημέρι στο ΚΤΕΛ Μακεδονία. Ο οδηγός κοιτάει το εισιτήριο. “Ρε συ, αυτό περνάει απ’ όλα τα χωριά. Λάθος εισιτήριο έκλεισες”. Άντε τώρα να του εξηγήσεις γιατί έκοψες το σωστό. Καλύτερα όμως να το πάρουμε από την αρχή.
Πηγή